- παρώνυμος
- -ον, ΜΑαρχ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώνυμονα) η επονομασίαβ) το επώνυμοαρχ.επίθ. σχηματισμένος με ελαφρά αλλαγή, παράγωγος.επίρρ...παρωνύμωςαρχ.-μσν.με σχηματισμό νέου ονόματος από κάποιο άλλο με μικρή μεταβολή («ὁ θρασὺς παρὰ τὸ θράσος λέγεται παρωνύμως», Αριστοτ.)μσν.παρά τη σημασία τού ονόματος, αντίθετα προς τη σημασία τού ονόματος («ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῑνος παρωνύμως Κάλλιστος», Στέφανος Διάκ.)αρχ.με παρετυμολογία («τὸν δὲ λάθυρον καὶ τὸν ἐρέβινθον ὡς παρωνύμως ἐκ τοῡ ἐρέβους καὶ τῆς λήθης», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. μετ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.